φετβάς
Смотреть что такое "φετβάς" в других словарях:
φετβάς — ο, Ν βλ. φετφάς … Dictionary of Greek
φετφάς — και φετβάς, ο, Ν άκλ. 1. (στις μουσουλμανικές χώρες) επίσημη γνωμοδότηση ή ερμηνεία θρησκευτικού ή νομικού ζητήματος τού ιερού μουσουλμανικού δικαίου που δίνεται από τον μουφτή ή τον ιμάμη 2. (κατ επέκτ.) επίσημη διαταγή («έβγαλε φετφά να μην… … Dictionary of Greek
φετφάς — φετφάς, ο και φετβάς, ο πληθ. άδες (λ. τουρκ.) 1. επίσημη γνωμοδότηση ή ερμηνεία από μουφτή ή ιμάμη σε θρησκευτικό ή νομικό ζήτημα του ιερού μουσουλμανικού δικαίου. 2. κάθε αυθαίρετη διαταγή ή γνωμοδότηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)